υποναύκληρος

υποναύκληρος
ο, Ν
(εμπ. ναυτ.) (στα επιβατηγά πλοία) βοηθός ναυκλήρου, προβλεπόμενος στη σύνθεση πληρώματος τών επιβατηγών πλοίων ολικής χωρητικότητας άνω των 1.250 κόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ναύκληρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στο περιοδικό Πανδώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”